Κάθε χρόνο, η ολοκλήρωση των Ευρωπαϊκών
πρωταθλημάτων επιφέρει και μία σειρά από συμπεράσματα γύρω από τις ομάδες που
κατέκτησαν τους εγχώριους τίτλους. Αν ήταν τα φαβορί, αν « καρδιοχτύπησαν » για
να φτάσουν στην κορυφή κι αν είχαν το ρόλο του αουτσάιντερ. Ομολογώ πως τα
περισσότερα πρωταθλήματα δεν επεφύλαξαν
μεγάλες εκπλήξεις γύρω απ’ τον πρώτο της βαθμολογίας. Επικράτησαν τα φαβορί και
μάλιστα με διαφορά ασφαλείας από τους βασικούς αντιπάλους τους. Στην Αγγλία
είχαμε πρωταθλήτρια την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στην Ισπανία την Μπαρτσελόνα,
στην Ιταλία την Γιουβέντους, στην Ολλανδία τον Άγιαξ, ακόμα και στη Γαλλία που
παραδοσιακά η υπόθεση « πρωταθλητής »
εξελίσσεται σε ροντέο, φέτος κύλησε ήρεμα με την Παρί Σεν Ζερμαίν να κατακτά
την κορυφή με άνεση και τα χρήματα που
δαπάνησε από το καλοκαίρι να πιάνουν επιτέλους τόπο. Την εξαίρεση έκαναν ωστόσο
δύο πρωταθλήματα. Το ένα, λόγω τρόπου κατάκτησης, είναι το πορτογαλικό, με την
Πόρτο να παίρνει στην κυριολεξία « την μπουκιά απ’το στόμα » της Μπενφίκα
νικώντας την στις καθυστερήσεις του μεταξύ τους αγώνα και να την οδηγεί στην
πρώτη από τις τρεις μεγάλες φετινές της αυτοκτονίες. Το δεύτερο πρωτάθλημα,
λόγω ομάδας, θεωρώ ότι είναι το Ρώσικο και χρήζει ανάλυσης.
Έπειτα από επτά χρόνια λοιπόν, άλλαξε και το τοπίο
στη Ρωσία. Η κούπα επέστρεψε στη Μόσχα και συγκεκριμένα στην ΤΣΣΚΑ, η οποία
αποτέλεσε την έκπληξη, ανατρέποντας τα προγνωστικά που ήθελαν πρωταθλήτρια μία
εκ των Ζενίτ ( προκάτοχος και φαβορί ) και Ανζί ( λόγω μπάτζετ ). Η μεν Ζενίτ
είχε όλα τα φόντα να κερδίσει τον τίτλο για ακόμη μία χρονιά. Ειδικά εφόσον
διατήρησε τον βασικό της κορμό και με δύο πολυδάπανες προσθήκες ταλαντούχων
παικτών, αυτές των Hulk
και
Witsel,
όλοι θεωρούσαν ότι ήταν ακλόνητο φαβορί. Θεωρώ ωστόσο ότι δεν το κατόρθωσε λόγω
δύο παραγόντων: Πρώτον, διότι προσπάθησαν να κάνουν το κάτι παραπάνω στο Champions League, χωρίς ευτυχή κατάληξη, με
αποτέλεσμα επιπλέον, να χάσουν πολύτιμο έδαφος και στο πρωτάθλημα. Δεύτερος
καταλυτικός παράγοντας ήταν ο Hulk,
στον οποίον επένδυσαν πολλά χρήματα ( περίπου 48 εκατομμύρια ευρώ ) και γύρω
από τον οποίο επιχείρησαν να στηρίξουν την ομάδα. Ο Hulk άργησε
πολύ να προσαρμοστεί στο νέο του
περιβάλλον, τόσω εξαιτίας δικών του επιλογών, αφού προσπαθούσε να εντυπωσιάσει
τους οπαδούς με ανούσιες ατομικές ενέργειες, όσω και εξαιτίας του προπονητή
του, ο οποίος άλλαζε διαρκώς τακτικές και δεν τον μονιμοποιούσε σε μία
συγκεκριμένη θέση. Όταν ο Hulk
βρήκε
τον ρυθμό του, η Ζενίτ προσπάθησε να καλύψει το χαμένο έδαφος και εν μέρει το
κατόρθωσε, ωστόσο ήταν αργά για να ανατρέψει το τοπίο της κορυφής,
τερματίζοντας έτσι στη δεύτερη θέση.
Από την άλλη πλευρά, η « πλούσια » Ανζί είχε
φιλοδοξία να γίνει η αντίστοιχη Σίτυ της Ρωσίας, αφού με μεταγραφές μεγάλου
κόστους μέσα σε δύο χρόνια προσπάθησε να κατακτήσει το πολυπόθητο τρόπαιο και
να καταρρίψει την κυριαρχία της Ζενίτ και της Ρούμπιν Καζάν. Φέτος συνέχισε την
πολιτική των πολυδάπανων μεταγραφών, φέρνοντας στην Ρωσία τον Willian από τη Σαχτάρ, τον Lassana Diarra απ
την Ρεάλ και τον Emir
Spahic
δανεικό
απ’τη Σεβίλλη, ενώ κατέβαλε 15.000.000 ευρώ για την απόκτηση του 22άχρονου
επιθετικού απ’την Ακτή Ελεφαντοστού, Lacina Traore. Παράλληλα είχε στον πάγκο έναν
αποδεδειγμένα επιτυχημένο προπονητή, κυρίως σε επίπεδο χωρών, τον Γκουους
Χίτινγκ. Η Ανζί ξεκίνησε δυναμικά και έδειξε πως μπορούσε να κάνει την έκπληξη,
αφού στο πρώτο μισό του πρωταθλήματος ήταν πρώτη, έπαιζε θεαματικό ποδόσφαιρο
και παράλληλα είχε καλή πορεία στο Europa League, δίνοντας ελπίδες ακόμη και για
κατάκτηση του τροπαίου. Η φθίνουσα πορεία της ομάδας όμως από τον Γενάρη και
μετά οφείλεται κατά την άποψή μου σε δύο παράγοντες. Αρχικά, στην αποχώρηση
απ’την ομάδα του κεντρικού της αμυντικού, Christofer Samba, ο οποίος επέστρεψε στην Αγγλία,
με αποτέλεσμα να χαθεί η αμυντική σταθερότητα και αξιοπιστία και ο αριθμός των
γκολ στο παθητικό να αυξάνεται διαρκώς. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η
φυσιολογική εξέλιξη όσων ομάδων δεν έχουν ακόμη αποκτήσει τη νοοτροπία του
πρωταθλητή. Ο ενθουσιασμός και η φρεσκάδα χάνονται, η κόπωση συσσωρεύεται και
οι απαιτήσεις των διαδοχικών αγώνων είναι δύσκολο να ελεγχθούν ψυχολογικά από
την πλειοψηφία των παικτών που αγωνίζονται στην ομάδα. Ο Χίτινγκ, δεν διέθετε
βάθος στον πάγκο του και ως επακόλουθο δεν υπήρχαν διαθέσιμοι εξίσου ποιοτικοί
αντικαταστάτες των βασικών. Έτσι, η Ανζί « κύλησε » στην Τρίτη θέση της
βαθμολογίας, γεγονός που την αφήνει ικανοποιημένη, καθώς είναι η μεγαλύτερη
θέση που έχει κατακτήσει και με βάσιμες ελπίδες ότι στα επόμενα χρόνια, η
σταθερή αναβάθμιση του ρόστερ της θα της χαρίσει το πρωτάθλημα. Εκτός αυτού,
μπορεί και φέτος να ελπίζει σε κάποιον τίτλο, αφού βρίσκεται στον τελικό του
κυπέλλου Ρωσίας.
Και καταλήγουμε στην ομάδα-έκπληξη, την πρωταθλήτρια
Ρωσίας ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Μία ομάδα που ξεκίνησε όντας 3η στα
προγνωστικά, που εν συγκρίσει με τις δύο αντιπάλους της δεν δαπάνησε πολλά
χρήματα και όμως οι επιλογές της αποδείχτηκαν εύστοχες. Τα πιο πολλά χρήματα,
τα διέθεσε για τον ταλαντούχο 21άχρονο δεξί μπακ της Γκρέμιο, Mario Fernandes (
9.000.000 ευρω ), ο οποίος τη δικαίωσε για το ρίσκο που πήρε να τον
εμπιστευτεί. Στο κέντρο κυριάρχησαν δύο Σουηδοί, ο αποκτηθείς το καλοκαίρι, Rasmus Elm και
ο Pontus
Wernbloom.
Το βασικό πρόβλημα της ομάδας ήταν ο φορ καθώς το περσινό « κανόνι » της, Seydou Dumbia ( 28 γκολ ), τραυματίστηκε σοβαρά
νωρίς στη σεζόν, προκαλώντας ανησυχία για το εκτελεστικό κομμάτι της ομάδας.
Παρά της αμφιβολίες των οπαδών, ο προπονητής της ομάδας, Leonid Slutsky, εμπιστεύτηκε στην
αρχή τον 20άχρονο Νιγηριανό Musa,
ο οποίος τον δικαίωσε αφού σκόραρε 11 τέρματα και έδωσε 5 ασσίστ. Το μεγάλο
στοίχημα του Slutsky
ήταν
όμως η επιστροφή στην ομάδα του Βραζιλιάνου φορ, Vagner Love, ο οποίος στην καριέρα του δεν
ανταποκρίθηκε ιδιαίτερα στις προσδοκίες που υπήρχαν στο πρόσωπό του και απ’τη
Ρωσία δεν έφυγε και με τις καλύτερες αναμνήσεις. Η επιστροφή του ωστόσο τον
χειμώνα ήταν καθοριστική, αφού συνείσφερε στην πορεία της ομάδας με 5 γκολ και
7 ασίστ σε 9 αγώνες.
Στο σημείο που αξίζει να σταθούμε πάνω στην ΤΣΣΚΑ
ωστόσο είναι ο προπονητής της. Εκείνος που την οδήγησε με συνέπεια από το χέρι,
στην κατάκτηση του πρωταθλήματος έπειτα από 7 χρόνια. Ο Leonid Slutsky αξίζει
να είναι συν τοις άλλοις πρότυπο πολλών Ελλήνων προπονητών, διότι όχι μόνο έκανε
σωστές μεταγραφικές κινήσεις επενδύοντας
σε αληθινά ταλέντα από τη Βραζιλία, αλλά και έδωσε έμφαση στην
ομοιογένεια των γραμμών του, κυρίως του κέντρου και επιπλέον δεν δίστασε να «
ρίξει στα βαθιά » νέους, άπειρους παίκτες, αγνοώντας την μουρμούρα των οπαδών.
Πρόκειται για έναν προπονητή που από το 2009 του έδωσαν τον χαρακτηρισμό «
Μουρίνιο της Ρωσίας », φράση-κλισέ πλέον για κάθε εγχώριο προπονητή. Κι όμως
εκείνος έκλεισε τα αυτιά του στα δημοσιογραφικά τερτίπια και με σταθερό πλάνο
μέσα σε τρία χρόνια οδήγησε την ομάδα του στην κορυφή. Αυτό μπορεί να
αποτελέσει μήνυμα προς την δική μας χώρα. Αφενός μεν προς τις διοικήσεις που
οφείλουν να δείχνουν εμπιστοσύνη στους προπονητές τους σε βάθος χρόνου και
αφετέρου προς τους ίδιους τους προπονητές, οι οποίοι πρέπει να αποκοπούν από
την επικοινωνία με τους δημοσιογράφους και τα media, να σταματήσουν να εκπληρώνουν τις
επιθυμίες των οπαδών, να δείξουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και επιτέλους, σε
συνεργασία με το τεχνικό τους τιμ, να καλλιεργήσουν αξιόπιστα συστήματα
σκάουτινγκ και να επενδύουν σε νεαρούς ντόπιους παίκτες, χωρίς να χρειάζεται να
τους το επιβάλλει η κρίση.